- σκληροκέφαλος
- -η, -οαμετάπειστος, ισχυρογνώμονας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκληροκέφαλος — η, ο / σκληροκέφαλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, ξεροκέφαλος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκληροκέφαλον είδος αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + κέφαλος (< κεφαλή)] … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
σκληροκεφαλιά — η, Ν [σκληροκέφαλος] ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, ξεροκεφαλιά … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek